- μονοκληρονόμος
- μονο-κληρο-νόμος, allein erbend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονοκληρονόμος — μονοκληρονόμος, ον (Α) ο μοναδικός κληρονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κληρονόμος] … Dictionary of Greek
μονοκληρονόμος — sole heiress fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοκληρονόμον — μονοκληρονόμος sole heiress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek